- σταχυοπλόκαμος
- στᾰχῠο-πλόκᾰμος, ον,A wreathed with ears of corn, Orph.L.242.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταχυοπλόκαμος — wreathed with ears of corn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυοπλόκαμος — ον, Α αυτός που έχει τα μαλλιά του στεφανωμένα με στάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + πλόκαμος] … Dictionary of Greek